Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Από κοντά

Έλα, μην κλαις
θα τα πούμε από κοντά

Ένα πρωί κολοκαιριού
οι πρώτες ακτίνες του ήλιου
θα μας χαρίζουν μεγάλους ίσκιους
και θα 'ρθεις για κουβέντα
ανάμεσα στις ανθισμένες γλάστρες
κάτω από τη μουριά της αυλής
έλα, θα τα πούμε από κοντά

Κάποιο μεσημέρι Ιουλίου
ο ήλιος θα τεντώνει το δέρμα
τα δάχτυλα των ποδιών
θα κλωτσούν αμήχανα τα καυτά βότσαλα
και θα με κοιτάς
με μάτια κόκκινα από την άρμη
με τα παιδιά τριγύρω να γελάνε
έλα, θα τα πούμε από κοντά

Σε μια πανσέληνο Αυγούστου
καθώς θα γέρνει στο σκοτεινό ορίζοντα
θα χαράζει χρυσά μονοπάτια
και το τραγούδι θα 'ναι απλά
ο φλοίσβος του πελάγους
και θα 'σαι εκεί
δίχως να 'χεις την ανάγκη να μιλήσεις
μα μοναχά τη θέληση να κρατηθούμε
χέρι-χέρι
έλα, θα τα πούμε από κοντά

Δίπλα, απέναντι,
λίγο πιο κει, ίσως,
αλλά μαζί...

Έλα, μην κλαις.



Μάρτιος 2011
Από τα "τετράδια"

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

"Πάρε, ανοιχτά είναι..."


φωτό από εδώ
 Ξημέρωμα Κυριακής. Ο "Πλαστήρας" ήρθε κατά τις εννιά. Ήταν ο βαφέας της κουζίνας.
-Τι χρώμα θα τη βάψουμε, μάνα;
-Ε, τι χρώμα... άσπρο, θα φέρει ο "Πλαστήρας" χρώμα, του 'χω παραγγείλει.
Την πίστεψα, έτσι όπως είχα έρθει με το καράβι αποβραδίς, χωρίς καλά καλά να καταλάβω πού βρισκόμουν.
Τα 'βγαλα σχεδόν όλα τα έπιπλα από την κουζίνα και τα συμπράγκαλα, σκέπασα και με νάιλον όσα δε μετακινούνταν εύκολα, τα συγκέντρωσα όλα μαζί σ' ένα σωρό, τεράστιο, και περίμενα.
Ήρθε κατά τις εννιά. Του άρεσε ο "με ολίγη". Έβγαλα καρέκλες στην αυλή, είπαμε τα νέα των άλλων, είπαμε τα νέα τα δικά μας, ήθελε πλήρης περιγραφή, γελάσαμε, κουνήσαμε το κεφάλι, κάναμε πως λυπόμασταν με τα δυσάρεστα, κάναμε πως γελάγαμε με τ' άλλα... Βασικά περιμέναμε.
Άρχισα να υποψιάζομαι κοιτώντας τη βούρτσα που 'χε έρθει μοναχή, είχε ακουμπήσει στον τοίχο και περίμενε κι αυτή τις εξελίξεις.
Το πλοίο θα έφευγε το βραδάκι. Έπρεπε να τελειώσει το μπογιάτισμα, να μπουν όλα στη θέση τους, να 'τοιμαστούν τα απαραίτητα για την πόλη... Αυγά σε μεταλλικό κουτί, σύκα ξερά, κόκορας κατεψυγμένος, λίγοι μανίτες από τη σοδειά του χειμώνα.
Μην τα πολυλογούμε, πέρασε καμιά ώρα και βάλε.
Κάποια στιγμή, σηκώνεται, με κοιτάζει με τα μεγάλα του μάτια...
-Πάμε τώρα στο Χάμπα για να πάρουμε μπογιά, α, με πας, ε;
Κλείνω τα δικά μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα.
-Εννοείς πώς δεν έφερες μπογιές, δηλαδή;
-Μονάχος μου να φέρω; Μα ήλεα πως α με πας.
-Ε, να σε πάω, μα γρήγορα γιατί θα φύγω το βραδάκι, πρέπει να 'χουμε τελειώσει.
-Έλα, Παναγία μου, σε δυο-τρεις ωρίτσες θα 'μαστε έτοιμοι.
Παίρνω τα κλειδιά, του ρίχνω μια κάπως αυστηρή ματιά.
-Πάμε.
Κάνει να σηκωθεί, το μετανιώνει.
Ξανακάθεται. Βάζει τα χέρια του στο μέτωπο.
-Βρε, να που ησάστισα. Ο Χάμπας έχει σήμερα μνημόσυνο. Ανοιχτός είναι την Κυριακή πάντα, μα σήμερα... Πώς δεν το σκέφτηκα; Σήμερα έχει το μνημόσυνο. Παιδιά, τη βάψαμε.
Γυρνάει την κούπα, ρίχνει μια τσαχπίνικη ματιά στη μάνα μου, που άρχισε να αφρίζει και άλλη μια στον πατέρα μου που δε θα τον χάλαγε λίγη κουβέντα ακόμη.
-Γιαννάκη, σκούρα τα πράματα, την πατήσαμε, θαρρώ.
Ύστερα, αναγκαστικά, γυρνάει σε μένα που 'χω μείνει με τα κλειδιά στο χέρι και τα κουνάω εκνευριστικά, κοιτώντας τον επίμονα.
-Τι εννοείς, "την πατήσαμε"; Είναι τα πράματα όλα έξω, ήρθα από την Αθήνα, για να βάψουμε και μόνο...
-Βρε, ηθύμωσε το μικρό. Ε, καλά, πάμε τον Εύδηλο, άμα βιάζεσαι. Θα τα πάρουμε από το "Φαγιέρα".

Έτερος μεγαλέμπορος, μα τις Κυριακές, δε θυμόμουν να τον είδα ανοιχτό ποτέ.
-Ας είναι. Πάμε.
Το χωριό σα να 'χε πέσει σε χειμερία νάρκη. Δέκα και μισή σχεδόν, μα κι ο περιπτεράς ακόμη, κοιμόταν. Φτάνουμε στο μαγαζί. Κλειστό, εννοείται.
-Ορίστε, κλειστός, τι κάνουμε τώρα;
-Ε, άμα είναι κλειστός, α τον ανοίξομε εμείς...
Γελά, ανασηκώνει το κεφάλι προς το μπαλκόνι του δύστυχου "Φαγιέρα" κι αρχίζει, χωρίς ίχνος ενδοιασμού.
-Μίιιιιμη, ε, Μίιιιιμηη....
Φροντίζω να κρατώ αποστάσεις.
-Σσσσσσ, θα τους ξυπνήσεις όλους...!
-Ε, ώρα τους είναι.... Μίιιιιιμη , ε, Μίιιιιιμηηηη!
Φεύγω με μάγουλα κατακόκκινα.
Βρίσκω μια γωνιά κάτω από τη σκάλα του Στέλιου και κρύβομαι. Σα να 'μουν ξανά παιδάκι που ήθελε ν' αποφύγει την τιμωρία.
Με τα πολλά, εμφανίζεται η φιγούρα του μεγαλέμπορου, αγουροξυπνημένος με πιτζάμες και μάτι θολό.
-Εεεεε, λέει μόνο με σιγανή φωνή. Ήντα θέλεις;
-Κατέβα ν' ανοίξεις. Θέλω μπογιές κι η μαντάμ βιάζεται να φύγει.
Ρεζίλι. Λέω από μέσα μου, τώρα θα αρχίσει ο Μίμης τα γαμωσταυρίδια, τη βάψαμε όντως.

Αλίμονο, δεν είχα συνειδητοποιήσει την αλλαγή του τόπου, βλέπετε.
Γυρνά, με βλέπει να κρυφοκοιτάζω κάτω από τη σκάλα, μου ρίχνει ένα χαμόγελο...
-Ε, πάρε, ανοιχτά είναι.
Και γυρίζει την πλάτη με κατεύθυνση προς τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα.

Ο "Πλαστήρας" γυρνά το πόμολο.
-Βρε, για δες, ανοιχτά ήτανε, κι εμένα μου βγήκε το λαρύγγι τόση ώρα...
Μπήκαμε μέσα, διαλέξαμε, πήραμε και πινέλα, βρήκαμε κι ένα ωραίο σκαφάκι.
Τέλειωσε το βάψιμο.
Τον συναντώ μετά από καιρό.
Αγχωμένη.
-Το Μίμη, τον πλήρωσες;
-Ε, θαρρώ πως ηπέρασα μια μέρα και του τα 'δωκα. Ε, άμε, πρέπει να του τα 'δωκα. Έχουμε νταλιβέρια, εν πάση περιπτώσει. Τι αγχώνεσαι, εσύ;

Η κουζίνα έγινε ωραία. Ο ύπνος του Μίμη δε χάλασε παρά μόνο για δυο λεπτά.
Εγώ θυμήθηκα πoύ βρισκόμουν.
Και δε αγχώνομαι πια. Θα ΄χουμε νταλιβέρια από δω και πέρα.


(Αφορμή  για τη χαριτωμένη ανάμνηση το χτεσινό, διόλου χαριτωμένο, επεισόδιο στο φούρνο. Μπαίνει νομοταγής γείτονας. Ανοίγει ψυγεία, παίρνει ψωμιά, διαλέγει κουλουράκια και καλημερίζει. "Δεν έχω μία, καλημέρα σας."
 Η φουρνάρισσα άλαλη στα πρόθυρα εγκεφαλικού.
"Τι κάνουμε τώρα; Παιδιά, τη βάψαμε", γυρνά και μας λέει μες τον πανικό της.)

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Tο Τσιμπουνάρι

  Είναι ένας στέρεος βράχος στη μέση του ορεινού χωριού, λες κι ο κατασκευαστής του χώρου δεν ήθελε να στερήσει από μας, της πάνω γειτονιάς, τη θέα προς τη θάλασσα.
Πίεσε, θαρρείς, με τα δυο του χέρια και να! Έκαμε ένα εξόγκωμα σαν μια κορώνα, θα ΄λεγες, του τόπου. Όχι, βέβαια, από χρυσό, μα από μάρμαρο, γυφτόπετρα, που λένε οι ντόπιοι.
Τριγύρω από τη βάση της φύτεψε φασκόμηλα και πρίνα.
Έσπειρε και γαριφαλιές άγριες που ξεφυτρώνουν στα πιο απίθανα σημεία, ίσα για να μην τις φτάνει ανθρώπου χέρι, μα μόνο μάτια να τις χαίρονται και να τις καμαρώνουν...
Απάνω στην κορώνα αυτή μπορείς ν' ανέβεις και ν΄ αγναντέψεις το πέλαγος με την ησυχία σου. Σκαρφαλώνοντας σχεδόν. Ο πιο ευκίνητος ανεβαίνει πρώτος κι απλώνει το χέρι σε όσους ακολουθούν. Ύστερα περπατούν πλάι-πλάι σ' ένα φυσικό επίπεδο μπαλκόνι.
Μένεις και ξυπόλητος, αν θες ν' απολαύσεις τη ζέστα απ' την ηλιοκαμένη πέτρα.
Ο καθένας επιλέγει ελεύθερα. Όποιος αγαπά τη θάλασσα, πάει προς την κάτω μεριά και χαζεύει τη σοροκάδα ή τη μπουνάτσα. Αν είναι τυχερός, και τη θέα των πλοίων που αράζουν στον Εύδηλο.
Όποιος αγαπά τα βουνά, πάει προς το νότο και χαζεύει το πράσινο στις πλαγιές του Αθέρα, τον Τσολιά, την Αρέθουσα, το Φοίνικα, τ' Αγρέλια, την πάνω Κάμπα, το Περιβολάκι...
Αν όμως πας απόγευμα και πετύχεις την ώρα που ο ήλιος αρχίζει να δύει, δεν έχεις άλλη επιλογή. Μαγεμένος θα στραφείς προς την Πέρα Μεριά.
Ο ήλιος πλησιάζει προς τα εκεί φορώντας πάντα τα καλά του, άλλοτε τυλιγμένος με τα ροζ κι άλλοτε ολόγυμνος, αναψοκοκκινισμένος από ντροπή. Ακόμη κι όταν χαθεί, μένεις αποσβολωμένος από το θέαμα, κοιτάς τ' απομεινάρια του, κάτι χαρούμενες πορτοκαλί λωρίδες. Ίσαμε να νυχτώσει για τα καλά.
Δεν λες τίποτε, ή λες παραπάνω απ' όσα θα 'πρεπε, σ' όποιον τυχαίνει να 'ναι δίπλα σου.

Όταν πέσει η νύχτα δε μπορείς μήτε χωριά να δεις, μήτε πέλαγος, μήτε ηλιοβασίλεμα...

Μα τότε ξυπνούν οι αναμνήσεις. Έρχονται μες τη νύχτα και σε παίρνουν από το χέρι και σβήνουν από τα πρόσωπα τις ρυτίδες της έγνοιας. Κι είναι πάλι όλοι εκεί...

Οι γονείς κοιμούνται για τα καλά. Έχουμε αναπτήρες και μερικά κλεμμένα τσιγάρα. Μαζεύουμε κλαδιά, τα κάνουμε σωρό και χαζεύουμε τις πρώτες φλόγες. Οι σπίθες, τα γέλια και τα ψιθυρίσματα, ανταμώνουν τ' αστέρια, γίνονται ένα. Δεν υπάρχουν τοπία τριγύρω, ούτε τοίχοι. Μονάχα εμείς και το γλέντι τ' ουρανού. Τ΄αστεράκια μας βλέπουν και πολλαπλασιάζονται. Φωνάζουν θείες, ξαδέρφια και μικρανίψια και στήνουν το χορό.
Συχνά τσακώνονται και διώχνουν κάτι ενοχλητικά. Τα βλέπεις πως κουτρουβαλούν τη ράχη του ουρανού και βιάζεσαι να προλάβεις την ευχή.
Λένε πως πιάνει.
Μα δεν κάνει να μετρήσεις ποτέ τους καλεσμένους. Είναι μεγάλη αγένεια.

Κάποιος αγενής όμως, έβγαλε στ' όμορφο μπαλκόνι μας ένα παράξενο όνομα. Τσιμπουνάρι.
Θυμίζει τσιμπούρι.
Σίγουρα, όχι.
Θα ΄ναι μάλλον, επειδή τσίμπησε ο Θεός τη γη για να φυτρώσει.
 Ή από τα τσιμπήματα της ψυχής μας, κείνα που νιώθουμε κάθε φορά που ξεπερνάμε τα εμπόδια και καταφέρνουμε ν' ανέβουμε στη μαγική του κορυφή.
Κάθε φορά που έρχεται η νύχτα και κρατά από το χέρι τις αναμνήσεις με τα εφηβικά ψιθυρίσματα και τις ευχές που δεν πρόλαβαν, δυστυχώς, ν' ακούσουν τα πεφταστέρια.




Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Λίγα φθινοπωρινά

Ει, σε σένα τα στέλνω.
 Επειδή δεν πρόλαβες το καράβι ή επειδή δε σκέφτηκες καν να το πάρεις μια και σου φαίνεται λίγο το διήμερο. Επειδή μένεις πια πολύ μακριά. Επειδή λιώνεις από νοσταλγία ή επειδή έχεις αρχίσει να ξεχνάς πια. Επειδή είσαι απ' αλλού και αναβάλλεις συνεχώς την επίσκεψη στα μέρη μας. Επειδή είσαι εκεί, αλλά δεν έχεις χρόνο ν' απολαύσεις τις στιγμούλες. 
 Παίρνω τα φθινοπωρινά που είδα, τα βάζω σε χάρτινο περιτύλιγμα από εφημερίδα για να μην ξεπαγώσουν στο ταξίδι, τα δένω σφιχτά  με σπάγκο και στα στέλνω δίχως όνομα παραλήπτη.
Θα σε βρουν εύκολα.
 Όχι πολλά, με πονά η μέση μου και δε μπορώ να σηκώνω.

Να, δυο ελίτσες...
















Ένα κλωνάρι ανθισμένης κουμαριάς
















Ένα σκιερό μοναπάτι με πορτοκαλί βουλίτσα, αγγελικό, φαντάζομαι...




















Ένα "σκυλομανίτη", μα όμορφο, που να 'χει ανάγκασμα,




λίγη σιωπή μετά το μάζεμα
















κι ένα μπουκέτο κυκλάμινα.
















Κίτρινα πλατανόφυλλα που κολυμπούν αμέριμνα
















και ξένοιαστες παρέες





















στου ήλιου τα χαϊδέματα!










Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Κάτω απ'τα χρυσοπράσινα φύλλα (συνέχεια)


 Το μάζεμα της ελιάς ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, όπως έχουμε πει και πιο παλιά, μα και δύσκολη. Δύσκολη, γιατί γίνονταν μια εποχή με πολύ κρύο και υγρασία. Τα δάχτυλα πάγωναν και γέμιζαν γδαρσίματα. Τα πρόσωπα ξεραίνονταν απ' τον παγωμένο αέρα. Το σώμα ολάκερο, στο τέλος της μέρας, απέμενε παράλυτο από την κούραση. Μα τα παιδιά σ' όλα βρίσκουν μια ευκαιρία για παιχνίδι. Είτε παραβγαίνοντας το 'να με τ' άλλο ποιο θα γεμίσει πρώτο τους κουβάδες είτε σκαρφαλώνοντας στους ψηλότερους κλώνους. Εμείς, το καλύτερο παιχνίδι το παίζαμε όταν πηγαίναμε για ελιές σ' ένα ξένο χωράφι, στην Ξανθή. Απαραίτητη προϋπόθεση να κάνει πολύ κρύο το προηγούμενο βράδυ, χατήρι που συνήθως γίνονταν. Περπατούσαμε με τα πρησμένα από τον ύπνο ματάκια μας κούτσα-κούτσα ως την Πλατανωπή, το δεύτερο ρέμα που συναντούσαμε στη διαδρομή. Λίγο πριν το γεφυράκι του παλιού μονοπατιού είχε ένα μεγάλο λείο βράχο. Καθώς βρέχονταν από τα νερά όλη μέρα το βράδυ πάγωνε, έκανε γλίστρα, όπως έλεγαν, και να, είχαμε ένα μίνι παγοδρόμιο, όλο δικό μας. Τα ματάκια μας ζωήρευαν τότε, κυλούσαμε χωρίς δισταγμό ένα-ένα πάνω στη γλίστρα και σκάγαμε στα γέλια. Πολλές φορές σκάγαμε και κάτω αλλά αυτό δε μας πτοούσε καθόλου. Τα χαχανητά ανακατεύονταν με τις τσιρίδες της μάνας και τ' αγριοκάτσικα σκορπίζονταν με θόρυβο στους πρόποδες της Κεφάλας τρομαγμένα από την ξαφνική φασαρία και τους αλλόκοτους επισκέπτες. Παρά την τόση κούραση, το βράδυ, στην επιστροφή, μας περίμενε ένα ακόμη παιχνίδι. Απαραίτητη προϋπόθεση, τώρα, να μην έχει φεγγάρι.
Κατεβαίνοντας τον πλακόστρωτο δρόμο προς την Αλάμα πέφταμε στην πιο σκοτεινή αγκαλιά. Η Αλάμα και το πέρασμα της τη νύχτα χωρίς φεγγάρι ήταν ένα κατόρθωμα για τους κατοίκους της περιοχής. Έχει μια σπηλιά εκεί, παράξενη, κλειστή με σίδερα, απ' όπου ξεχύνεται ένας χείμαρρος μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και γύρω-γύρω θεόρατα πλατάνια που σκιάζουν ακόμη και το λιγοστό φως των αστεριών. Καραδοκούσαν εκεί, πέρα από τους κινδύνους που κρύβει το ορμητικό νερό, οι θρύλοι για καλομοίρες κι ανθρώπους που άφησαν στη σπηλιά τα κόκαλά τους προσπαθώντας να την εξερευνήσουν.
Το μόνο που μπορούσε να μας σώσει τη δύσκολη εκείνη στιγμή του φόβου που γεννά το πηχτό σκοτάδι ήταν το μουλάρι μας, ο Μάρκος! Καθόλου μη γελάτε.
Ο πατέρας μου παραδίνονταν σ' εκείνον, άφηνε το σκοινί και το ζώο ανελάμβανε ρόλο διασώστη. Δεν του δίνονταν καμία εντολή. Κανείς μας έτσι κι αλλιώς δεν έβγαζε κουβέντα. Η οικογένεια όλη ακολουθούσε πίσω του, παραδομένη, μουδιασμένη και τυφλή. Ο πατέρας κρατούσε την ουρά, η μάνα εκείνον, η αδερφή μου τη μάνα μου, ο αδερφός μου την αδερφή μου κι εγώ στο τέλος. Χωρίς μάτια πια, παρέα με το βρυχηθμό απ' το νερό που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μας, ακολουθούσα δίχως άλλη επιλογή,  μαντεύοντας τις πατημασιές των άλλων στα βραχάκια με τρέμουλο, βεβαίως, μα πιο πολύ με απορία για την παράξενη επιχείρηση. "Κι αν κάνει λάθος ο Μάρκος;"
-Δεν κάνουνε λάθος τα ζώα,... μου εξηγούσε με απίστευτη σιγουριά ο πατέρας μου, αφού πια είχαμε βγει από το θεοσκότεινο, εφιαλτικό πέρασμα- νικητές δίχως έπαθλο- κι είχαμε το κουράγιο να μιλήσουμε ξανά.
....ετούτα βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι και, κυρίως, έχουν ένστικτο, δεν είναι σαν εμάς τους ανθρώπους.

Την άλλη μέρα η ίδια διαδρομή. Τα ίδια παιχνίδια. Η τσουλήθρα και το τρενάκι του τρόμου.
Η παρ' άλλη ήταν Δευτέρα. Έπρεπε να πάμε στο σχολειό, να διαβάσουμε.
Να προοδεύσουμε, να μη χρειάζεται πια να μαζεύουμε τις ελιές. Να μπορούμε να τις αγοράσουμε. Σε βάζο με ετικέτα.
Να γίνουμε άνθρωποι. Να πάψουν οι κόποι, να ερημώσουν τα σκοτεινά περάσματα, να ξεχαστεί το ένστικτο. Τι να το κάνεις πια. Δε βαριέσαι...







Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει


Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.

Κ.Π.Καβάφης

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)








Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Σκυλίσια ζωή



Ναι.
Ή όχι;
Ή ναι, αν...
ή όχι, μα...
Ίσως;
Δεν απαντώ;
Αναλόγως;
Ή να κάμουμε το σταυρό μας...
ή άμετε στ' ανάθεμα!
Μπαρμπούτσαλα
ή κουραφέξαλα;
Έμπνευση ενός βλάκα;
Μέρος ενός σχεδίου έξυπνου;
Λόγος του πολίτη
ή παραλογισμός του θύτη;
Α, δεν...
θα κάτσω στον ήλιο και θα ψηφίσω ένα ναι και όχι με μπόλικες φουσκάλες.


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Αυλές και άδειες κάμαρες






















Το σπίτι είναι μικρό. Φαγωμένα απ' τη βροχή παράθυρα, κουρτίνες που λείπουν, πόρτες που τρίζουν στ' άνοιγμα τους.
Τα κρεβάτια στη θέση τους, με τις ίδιες κουβέρτες. Τα μπαούλα γεμάτα με παιδικά ρουχαλάκια που φαγώθηκαν από το σκόρο και με προικιά που δε δόθηκαν ποτέ.
Τα φλυτζάνια, τα βάζα, το κουτί από τη ζάχαρη, όλα εκεί. Αχρησιμοποίητα εδώ και χρόνια,.
Η ζάχαρη κρυσταλλωμένη, το γλυκό στο βάζο γέμισε μαμούνια, τα πιάτα γέμισαν ρωγμές, από το κρασί στο ντουλάπι αναδύεται μια παράξενη, βαριά μυρωδιά.
Τα πλένω ένα- ένα προσεκτικά, μη σπάσει κάποιο και χαθεί για πάντα η μυρωδιά από το φαγητό της μαμάς, τ' αγγίγματα των χειλιών, τα ακουμπήματα από τα χέρια μας.
Ύστερα, ασβεστώνω τους τοίχους. Ο ασβέστης, λένε, κάνει καλό, διώχνει τη μούχλα, φρεσκάρει, δίνει ζωή.
Έπειτα βγαίνω στην αυλή. Βγάζω ένα-ένα τ΄αγριόχορτα απ΄τους τοίχους και τις γλάστρες, βάζω χώμα καινούριο, κλαδεύω και ποτίζω τις τριανταφυλλιές και τα ζιράνια.

Α, και το γιασεμί. Να το δεις, έχει γίνει τεράστιο, απλώθηκε παντού.
Μα εγώ πρέπει να το κόβω κάθε χρόνο...
Έτσι, για να μη μοιάζει το σπίτι ακατοίκητο.


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ανάσες στην Πλατανωπή



το ρέμα της Πλατανωπής
Τα πολύ παλιά χρόνια, αρχές του 1700, υπολογίζω, μπορεί και πιο νωρίς, ήρθε ο πατέρας στο νησί.  Νεαρός, μεγαλόσωμος, δίχως ρούχο, ναυαγός. Έσπασε το καϊκάκι του στον Πλαταμώνα της Πλαγιάς, πήρε ν' ανηφορίζει το βουνό και κρύφτηκε στα χωράφια του Αθέρα καταντροπιασμένος για τη γύμνια του. Έτρωγε από κει ό,τι έβρισκε, θαρρούσαν πως ήταν λαγός και παραφύλαξαν να τον πιάσουν. Τον τσάκωσε ένας από την Ακαμάτρα, ιερέας, λένε πως ήταν Λυγερής, και τον επήρε σπίτι του. Η παπαδιά σαν τον είδε να μπαίνει στο κατώι, τρόμαξε από το μέγεθός του κι αναφώνησε.
-Αυτός δα ήταν ο λαγός; Μα αυτός είναι λέφας! Ελέφαντας δηλαδή.
Και του 'μεινε. Και τ΄όνομα κι η νέα του πατρίδα. Ο Λέφας. Έτσι τον ήξεραν όλοι. Κάποιοι λένε πως κατάγονταν από την Κεφαλλονιά. Κάποιοι άλλοι πως ήταν πειρατής. Δεν έχει σημασία. Το σίγουρο είναι πως ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Σοφός. Κάποιοι λένε πως έγινε κι αυτός παπάς, κάποιοι άλλοι απλά πως ήταν θρήσκος πολύ κι έχτιζε ξωκκλήσια γύρω- γύρω. Πάντως κι η εκκλησιά του χωριού πήρε κείνο το παράξενο όνομα. Η Παναγιά η Λέφαινα, η ξακουστή.
Τρεις γιους έκαμε.
Και σαν μεγάλωσαν, όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια, ήρθε η ώρα να μοιράσει την περιουσία. Τα μέρη γύρω απ' το χωριό δηλαδή, γιατί τίτλοι ιδιοκτησίας δεν υπήρχαν τότε στον τόπο εκείνο τον έρημο.
Τους πήρε λοιπόν μια μέρα, τους πήγε στην άκρη του χωριού και τους είπε:
-Εσύ, κι έδειξε το Γιώργη, θα πας απέναντι, βλέπεις πάνω στο βουνό, έχει ρουμάνια κι ήλιο και νερό ωφέλιμο. Θα γίνεις βοσκός, μια και τόσο αγαπάς τα ζώα.
Εσύ, είπε στο μεσαίο, που σου αρέσει τόσο να σκαλίζεις τα ξύλα, θα πας ανάμεσα, στο μεγάλο ποτάμι, που ΄χει πλατάνια με γερούς κορμούς και θα γίνεις ξυλουργός.
Κι εσύ, είπε στο μεγαλύτερο, θα κάτσεις εδώ στα πατρικά, πλάι μου, θα φροντίζεις τα ξωκκλήσια και το σπίτι.
Έτσι κι έγινε.
Ο Γιώργης, ο μελαχρινός κι ο ατίθασος, πήγε στο Δρούτσουλα, έτσι τ' ονόμασε το μέρος γιατί είχε πολλούς δρύδες, βελανιδιές δηλαδή, κι έγινε από Λέφας Μαυρογιώργης, κι έτσι σώθηκε και τ΄όνομά του στους επόμενους αιώνες. Ακόμα οι απόγονοί του με τα ζώα ασχολούνται και  κάποιοι που κληρονόμησαν την ευστροφία του πάππου τους έγιναν γραμματιζούμενοι και καλλιτέχνες.
Ο άλλος, πήγε στο ποτάμι που τ΄ονόμασε Πλατανωπή, μια και είχε πολλά πλατάνια, όπως είπαμε, και έγινε ο καλύτερος ξυλουργός της περιοχής. Οι απόγονοί του, οι Ξενιάδες, ίσως και να τον έλεγαν Ξένο λοιπόν, εξακολουθούσαν για πολλά πολλά χρόνια να ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα.
Ο μεγάλος, έμεινε στο χωριό, την Ακαμάτρα κι έκαμε ότι του 'πε ο πατέρας του. Κι έτσι το χωριό εκείνο έχει τις πιότερες εκκλησιές και τα ομορφότερα σπίτια.

Κι έτσι έμειναν δυο χωριά απέναντι να χαιρετιούνται οι συγγενείς.
Μα ανάμεσα, σε κείνο το ποτάμι του μοναχικού ξυλουργού, δεν απόμεινε τίποτα, παιδιά. Δεν έγινε άλλο σπίτι. Μοναχά κείνου του γιου του Λέφα, του μεσαίου. Οι απόγονοι γύρισαν πίσω ή προτίμησαν άλλους τόπους. Και λίγοι πια τον θυμούνται. Τη φήμη του δηλαδή. Από τ' αντικείμενα που πρόλαβαν να δουν που τα 'χε φτιάξει με τα χέρια του και κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά. Σκάφες, αμπάρες, πινακωτές, καφκιά (οι κατσαρόλες με τις οποίες μετρούσαν τον καρπό που έδιναν στα ζώα), κουμιά (πιθάρια για την αποθήκευση δημητριακών και όχι μόνο), μπαγκέτες (σκαμνιά για το τζάκι). Όλα μονόξυλα, μια και καρφιά δεν υπήρχαν κείνα τα χρόνια, κι ως εκ τούτου αθάνατα.
 Έπαιρνε τον κορμό και του 'δινε το σχήμα που ήθελε, όπως με το μάρμαρο φτιάχναν οι τεχνίτες τ' αγάλματα. Μονάχα για τις αμπάρες, λέει, τα τεράστια μπαούλα που ήταν καναπέδες μαζί και χώρος αποθήκευσης, κούφωνε τον κορμό κι έπειτα έφτιαχνε απ' άλλο ξύλο το καπάκι ίσα να εφαρμόζει, χωρίς μεντεσέδες, φυσικά.
Δε χτίστηκε λοιπόν άλλο σπίτι. Μα και το παλιό, δεν το 'βλεπε κανείς, καθώς το μονοπάτι πέρναγε πολύ παρακάτω κι έτσι η πρόσβαση ήταν δύσκολη κι ανώφελη άλλωστε.

Ήρθε έπειτα, παιδιά, ο πιο ανόητος δρόμος που μπορείτε να φανταστείτε, άξαφνα από την Ευρώπη, μήτε τον είχε φανταστεί κανείς κι ήταν λέει για τα ποδήλατα. Μη γελάτε, ναι, ποδήλατο σε κείνα τ΄ άγρια μέρη.
Μα έκαμε κι ένα καλό, φάνηκε μες στο ποτάμι κείνο το κτήμα το παλιό κι είναι εύκολο τώρα, αν πας με κάποιο γέροντα και σε κατατοπίσει όπως πρέπει, και δεν αγριευτείς από την απότομη ανηφόρα, είναι εύκολο να το βρεις, ναι, το σπίτι εκείνο, ύστερα από τόσους αιώνες, πώς στέκει αδερφωμένο με τα βρύχα και τα ερπετά και τους τζίτζικες. Κι είναι εύκολο να πατήσεις στα χαλάσματα, να κλείσεις τα μάτια και να φανταστείς τους ανθρώπους να γελούν στην αυλή, να ζυμώνουν, να σκαλίζουν τους κορμούς. Και μην τρομάξετε αν μια ανάσα έρθει και σας φιλήσει το μάγουλο, απομένουν ετούτες, μην το πείτε πουθενά, μα υπάρχουν ακόμη ανάσες στην Πλατανωπή.

Και γυρίστε τις σελίδες να δείτε εικονίτσες και να με πιστέψετε...


η κοίτη του χειμάρρου με τη στέρνα αριστερά...

οι καλοχτισμένοι τοίχοι δίπλα στην κοίτη

τα σκαλάκια όπως τότε
στην ανηφόρα καθώς προβάλλει ο ήλιος


και να το, τριγυρισμένο από τοίχο όπως όλα τα σπίτια της εποχής
δίχωρο

 κι ορθοκατέβατο, χωρίς πυργάρι
με θυρίδες για τη στάμνα και τα κιούπια

με το τζάκι στη γωνιά της κουζίνας...


....και με πεζούλα στην αυλή για τους επισκέπτες.


Να πάτε, έχει ακόμη φρέσκο αέρα και υπέροχη θέα. Και δωρεάν ταξιδάκια στα παλιά.


Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Λίγο ροζ απαλό







Εγώ να σας τα δείξω ήθελα, να τα διασώσω για πάντα πριν μαραθούν από το σορόκο... Δυο ωραία καδράκια κρεμασμένα στο μπλογκάκι μου. Τίποτ' άλλο.

Εντούτοις, πιστοί στο πνεύμα των ένδοξων προγόνων και των σοφών συμπατριωτών, όλα -και τα πιο απλά του κόσμου τούτου- μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για φιλοσοφικές αναζητήσεις και αποφθέγματα του τύπου:

-Έχει και το φθινόπωρο τις ομορφιές του.
-Και τα πιο σκληρά αγκάθια, κάποια στιγμή ανθίζουν.
-Τα ωραιότερα άνθη δεν έχουν άρωμα, απλά γιατί δεν το χρειάζονται.
-Υπάρχει ομορφιά ακόμη κι εκεί που δεν το περιμένεις.
-Τα νησιά έχουν το καλύτερο χώμα και τον καλύτερο ήλιο, γιατί στις πόλεις ποτέ δε βλέπεις τέτοιο θέαμα μ' όλα τα φυτοφάρμακα και τις βιταμίνες που κυκλοφορούν.
-Ό,τι φροντίζεις πολύ, απλά κακομαθαίνει, ό,τι παρατάς μονάχο, αναπτύσσεται παραδόξως θεαματικά.
-Πριν το τέλος, όλα σ' αυτό τον κόσμο επιθυμούν να εντυπωσιάσουν μπας και τα λυπηθεί κάποιος ή έστω μπας και τα θυμάται με την τελειότερη μορφή τους (έτοιμη ήταν η μάνα μου να την πετάξει τη γλάστρα).
-Η ανάγκη για αναπαραγωγή μπορεί να προκαλέσει σ΄έναν οργανισμό έως και την ολική του μεταμόρφωση ή ακόμη και ρίγη συγκίνησης.
-Ο αληθινός κόσμος, παρ' όλες τις εντυπώσεις που μας έχουν δημιουργηθεί τελευταία, δεν επηρεάζεται καθόλου μα καθόλου από τις εξελίξεις στην οικονομία.
-Τριαντάφυλλα δεν κάνουν μόνο οι τριανταφυλλιές.
-Το ροζ ταιριάζει πολύ με το πράσινο, αν και δεν το συνηθίζουμε στην ένδυση.

Τι άλλο; Εεεεε....Δε μου 'ρχεται κάτι.
Καληνύχτα...
Φύετε αφ' τις αυλές, ήβαλε κρύο.
Βάλτε τα ροζ πουλοβεράκια
 ή απλά...
κουκουλωθείτε ν΄αντέξουμε.