Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Παράσταση γάμου

Τον χάσαμε για ένα δεκαπεντάωρο και βάλε. Πήγε για δουλειά το πρωί. Μάθαμε όμως πως η εργασία του είχε τελειώσει κι είχε ξεκινήσει από νωρίς το μεσημέρι για να επιστρέψει στο σπίτι του. Λιγότερο από μια ώρα απόσταση. Και χάθηκε. Είπαμε να ειδοποιήσουμε το silver alert, αλλά η ηλικία του δεν δικαιολογούσε αλτσχάιμερ...
Εγώ δεν ανησυχούσα, «μην τρελαίνεσαι, κάπου βρήκε Ικαριώτες κι έχει πιάσει κουβέντα», της έλεγα, αλλά η φίλη μου -και σύζυγος του αγνοούμενου- είχε άλλη γνώμη και πηγαινοερχότανε ανήσυχη στο σαλόνι από νωρίς. Άρχισε να βραδιάζει κι εκείνος άφαντος. «Δε σηκώνει το τηλέφωνο, βρε... Τον πήρα εκατομμύρια φορές και δεν το σηκώνει ο άτιμος. Ρε, κάτι θα του ‘τυχε, δεν μπορεί...» έλεγε και ξανάλεγε.
Εμφανίστηκε ο σύζυγος αργά το βράδυ μα τριπλός. Ο ένας ήτανε περίπου ο εξαφανισθείς αλλά κάπως αλλιώτικος, ο άλλος ήτανε κοινός φίλος από τη Μεσαριά μα αγνώριστος κι αυτός απ’ το ποτό, ο τρίτος απ’ τους Βρακάδες, άγνωστος σε μας.
Ο αλλιώτικος, λοιπόν, ο αγνώριστος και ο άγνωστος αποτελούσαν ένα φανταστικό  τρίο, έως ξεκαρδιστικό, τουλάχιστον για κάποιον σαν εμένα που δεν εμπλεκόταν συναισθηματικά με την υπόθεση. Απόλαυσα την ωραιότερη κωμωδία του κόσμου λιώνοντας στον καναπέ απ΄τα γέλια...
Μπήκαν μέσα γελώντας -οι αναθυμιάσεις προκάλεσαν μια έντονη θολούρα στην ατμόσφαιρα- κι ενώ η φίλη μου ήτανε στα πρόθυρα του εγκεφαλικού κι  έτοιμη να βάλει τις φωνές και να τους πετάξει έξω και τους τρεις πακέτο, γονάτισαν αιφνιδιαστικά όλοι μαζί στα πόδια της κι άρχισαν τους τεμενάδες.
Συγχρόνως φώναζαν σπαρακτικά, αλλά με κρυμμένο γελάκι στα μάτια τους:
-Συγχώρεσέ μας! Συγχώρεσέ μας! Δε θα το ξανακάμουμε! Ποτέ πια! Ποτέ!
Όλοι μαζί, κοινή η ευθύνη, σαν το «ούλοι εμείς, εφέντη», ένα πράγμα...
Μετά σηκώθηκε ο αλλιώτικος σύζυγος και της έλεγε μονάχος του, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν γονατιστοί και με σκυμμένο το κεφάλι:
-Εσύ είσαι η αγάπη μου! Το μωρό μου! Μόνο εσένα έχω αγαπήσει στη ζωή μου! Είκοσι δυο χρόνια είμαστε μαζί! Και δυο η γνωριμία, είκοσι τέσσερα! Σκέψου το, πριν μιλήσεις!
Και γονάτισε ξανά.
Μετά σηκώθηκε ο άγνωστος και της έλεγε:
-Συγχώρεσέ τον! Μου το υποσχέθηκε! Την άλλη φορά θα το σηκώνει το τηλέφωνο!
Και γονάτισε ξανά.
Τελευταίος σηκώθηκε ο αγνώριστος Μεσαρίτης και της έλεγε σιγότερα από τους άλλους δυο:
-Μην τονε μαλώσεις, μωρέ... Σε παρακαλώ! Κάντο για το παιδί, έλεγε και της έδειχνε τον Βρακαδιώτη που πλησίαζε τα πρώτα -ήντα...
-Ε;;; Αυτό πάλι; λέει εξοργισμένη η φίλη μου. Τι λες;
-Τόσες ώρες, μωρέ, προσπαθούσαμε να τον κάμουμε να πάρει την απόφαση να παντρευτεί επιτέλους και του λέγαμε τι καλά πού περνάμε εμείς οι παντρεμένοι... Άμα τονε μαλώσεις τώρα κι είναι μπροστά κι ο άλλος, θα πάει χαμένος τόσος κόπος! Άμα δε σκέφτεσαι το δικό σου γάμο, σκέψου το δικό του που ακόμα εν ηπρόκαμε να γίνει...



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 24-11-2014

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Εαυτούληδες



Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια...


Γιάννης Σκαρίμπας (από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)