Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Προορισμός σε χαρτί




-Θα φέρεις ένα χάρτη μαζί σου; με είχε ρωτήσει απ’ το τηλέφωνο.
-Ναι, κάπου έχω έναν.
Δεν τον έψαξα καν. Ήμουν τόσο χαρούμενη που τον είχα πείσει επιτέλους να επισκεφθεί το νησί… Ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό ο χάρτης.

-Αχ, γιατί τον ξέχασες; με ρώτησε απογοητευμένος. Ήθελα να τον δούμε μαζί και να σημειώσω πού πρέπει να πάω.
Επιδίωκε να είναι πάντα όλα οργανωμένα σε απελπιστικό βαθμό.
-Μισό… όλα λύνονται, του λέω.

Φώναξα το σερβιτόρο και του ζήτησα ένα λευκό χαρτί και στυλό. Μου τα έφερε με κάποια απορία στο βλέμμα. Σχεδίασα το σχήμα του νησιού. Ύστερα πρόσθεσα τελίτσες. Σκέφτηκα πως τα ονόματα των χωριών δε θα τον βοηθούσαν και πολύ. Έτσι, στην κουκκίδα που αντιστοιχούσε στον Αρμενιστή σχεδίασα μια ψαθούλα.
-Εδώ για μπάνιο.
Λίγο πιο κει έναν ήλιο που δύει.
-Για το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα.
Κάπου στο κέντρο έφτιαξα ένα πιάτο με λουκουμάδες.
-Στην πλατεία, στο πιο παλιό καφενείο...
Νότια σχεδίασα ένα τούνελ και δίπλα ένα κορμί πάνω σε βραχάκια.
-Θα δεις, έχει περπάτημα, μα είναι ωραία.
Στη δυτική γωνιά έφτιαξα ένα φάρο.
-Κι εδώ τα ίδια. Περπάτημα, μα θα σου μείνει αξέχαστο.

Πλάι στην κουκκίδα του Ευδήλου, σχεδίασα ένα σπιτάκι για να βρει τη μάνα μου να δώσει χαιρετίσματα. Πιο κει, κατά το Καραβόσταμο, ένα κοκτέιλ, για να βρει το αγαπημένο μου μπαράκι. Με την ευκαιρία του ‘δωσα και το κλειδί του άλλου σπιτιού.
-Έχει μπλε πατζούρια και κάτι σαν πέργολα, βλέπει προς το λιμανάκι. Για να ξεκλειδώσεις θέλει προσπάθεια, γιατί τρώει η αρμύρα την κλειδαριά.

Έκανα και δυο πάπιες για τα φράγματα, δυο τρεις σταυρούς για τα μοναστήρια, ένα ποτήρι με νερό κάπου στο Ξυλοσύρτη κι ένα πιάτο με θαλασσινά στο Λιβάδι.
- Πανηγύρια δεν έχει αυτή τη βδομάδα. Αλλιώς θα σου ‘φτιαχνα κι έναν κύκλο μ’ ανθρώπους που αγκαλιάζονται.
Προβληματίστηκα για ένα άλλο σημείο στο κέντρο που του ‘χα πει πολλά.
- Η ησυχία πώς σχεδιάζεται;
- Ιδέα δεν έχω. Άμα τη βρω ποτέ, θα σου πω.

Πήρε το χαρτί και το κοίταξε προσεκτικά.
-Μμμμ, ίσως και να ‘χει πλάκα…

Μετά μου έδειξε τις φωτογραφίες από την πρόσφατη κρουαζιέρα του στη Νορβηγία και την Ισλανδία.

Όταν τον είδα ξανά, είχε ζωγραφισμένο στο βλέμμα κάτι σαν ανακούφιση.

-Ξέρεις, δεν αγόρασα χάρτη. Πρώτη φορά στη ζωή μου. Με το χαρτί σου στη τσέπη πήγαινα. Ταξίδευα από τη μια άκρη του νησιού ως την άλλη με ένα κομμάτι χαρτί, το πιστεύεις; Και τα βρήκα όλα. Παραλίες, ηλιοβασιλέματα, λουκουμάδες, χαιρετισμούς, σπίτι… Και την ησυχία στο βουνό. Απολαυστικότατη…. Δε σχεδιάζεται, είχες δίκιο. Ξέχασες να μου πεις για τον αέρα. Προσπαθούσε να αναποδογυρίσει τη μηχανή κι εγώ πήγαινα κόντρα και γελούσα. Και για τις μυρωδιές. Αχ, παντού ήταν. Θα ξανάρθω. Με το χαρτάκι μου. Ταλαιπωρήθηκε κάπως, γιατί το ‘χα στη τσέπη διαρκώς. Να, εδώ το έχω. Δε μου δείχνει την πορεία ακριβώς, μα μου θυμίζει την απλότητα.

Αυτό είναι το νησί σου, καλή μου. Απλό, όμορφο, ήσυχο, με μυρωδιές κι ανέμους. Βέβαιος προορισμός…