Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Από "το βιβλίο του γέλιου και της λήθης"
















"Η δολοφονία του Αλιέντε επισκίασε γρήγορα τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλαβακία, η σφαγή του Μπαγκλαντές έκανε να ξεχαστεί ο Αλιέντε, ο πόλεμος στην έρημο του Σινά φίμωσε το κλάμα του Μπαγκλαντές, το μακελείο στην Καμπότζη έκανε να ξεχαστεί το Σινά και το ένα έφερνε το άλλο, ως την απόλυτη λήθη των πάντων για τα πάντα.

Τους παλιούς καιρούς, όταν η ιστορία ήταν ακόμη μακρόσυρτη, τα λίγα γεγονότα της εύκολα τα θυμόταν κανείς και δημιουργούσαν τo γενικά γνωστό φόντο που μπροστά του παιζόταν τα συνταρακτικό θέατρο της προσωπικής ανθρώπινης περιπέτειας. Στην εποχή μας ο χρόνος προχωρεί με ταχύ βήμα. Το ιστορικό γεγονός που ξεχνιέται μέσα σε μια βραδιά, λάμπει αμέσως την επομένη με τη δροσιά του κάτι καινούριου, έτσι που ο διηγηματογράφος δεν το αποδίδει σα φόντο, παρά σαν εκπληκτική περιπέτεια που ξετυλίγεται στο βάθος της γενικά γνωστής κοινοτοπίας της ανθρώπινης προσωπικής ζωής."

MILAN KUNDERA 1978



Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Το λιόδεντρο


Ξεράθηκε η εκατόχρονη ελιά και πήραμε εργάτη με ηλεκτρικό πριόνι. Την έκοψε σύρριζα και έπειτα την κομμάτιασε. Απόμειναν τα κούτσουρα ένας σωρός στον ήλιο όλο το καλοκαίρι και σαν ήρθε ο χειμώνας κι έπιασαν τα πρώτα κρύα πήγε ο αδερφός μου με τον πατέρα να τα φορτώσουν στο φορτηγάκι. Μα το 'να από τα ξύλα είχε βγάλει βλαστό καινούριο. Ένα τόσο μικρό κλαράκι με δυο φύλλα απάνω. Το έβαλε ο αδερφός μου το κούτσουρο στην άκρη κι έπειτα είπε στον πατέρα πως είναι καλύτερα ετούτο να τ' αφήσουν στο χωράφι. Και τ' άφησαν. Δεν κάηκε κείνο το χειμώνα.
Κι ήρθε ο καιρός του, έβγαλε γένια από κάτω, στέριωσε και ψήλωσε, δεν το μετακινήσαμε από την αρχική του θέση, εννοείται, κι έπειτα το μπολιάσαμε με "μανάκι" και γελούσαμε για την αποκοτιά.
Και δεν την θυμούνται πια την ιστορία.

Σαν μαζεύω τις ελιές του το βλέμμα πάντα πέφτει στην παράξενη ρίζα του πιο αγαπημένου από τα δέντρα μου. Έτσι, για να θυμάμαι πως "από 'να τίποτα γίνεται ο παράδεισος".


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ξου, ξου! Όλοι μέσα!

 Εμφύλιος. Στο νησί.
 Αρέθουσα, Δρούτσουλας και Γέροντος έχουν εκκενωθεί. Πρέπει να τηρηθεί η τάξις. Στο γιαλό του Καραβοστάμου, που σφύζει ακόμη από ζωή, μετά τις πέντε η κυκλοφορία απαγορεύεται αυστηρά.

Ο Χρήστος, χωροφύλαξ από την Καλαμάτα, άλλο τρόπο δεν έχει να ειδοποιήσει τους κατοίκους πως είναι πέντε παρά και πρέπει να μαζευτούν μάνι μάνι. Οι κάτοικοι -γνωστό αυτό- ρολόι δεν έχουν. Ο μόνος τρόπος είναι η στεντόρεια φωνή του χωροφύλακα.
-Ξου ξου! Όλοι μέσα! Ξου ξου! Ξου ξου!
Στις γειτονιές, στα χωράφια, στην πλατεία.  Και Ιούλιο και Αύγουστο. Να σκάει ο τζίτζικας.

-Και μπαίνατε; ρωτάω.
-Κι άμε… Ίντα θα κάναμε; Αφού ηφώναζε ο χωροφύλακας: «Ξου ξου…» Σαν τις κότες στο κοτέτσι ηπηαίναμε... Κι εμείς, τα παιδιά, που λαχταρούσαμε να τρέξουμε στους δρόμους. Κι οι μεγάλοι που ‘χαν δουλειές ακάμωτες και θυμό... Θυμό να δεις!

-Βρε, μπαίνατε όλοι; ξαναρωτάω.
-Ημπαίναμε, λέμε. Ε, όχι κι όλοι… Να, η τάδε, ξέρεις ποια μωρέ, που ‘χανε σπάσει τα νεύρα της από διάφορα που της είχανε τύχει, εν ήμπαινε… Ήπαιρε τη σκούπα, ηπήαινε ξοπίσω απ’ το χωροφύλακα κι ηφώναζε πιο δυνατά: «Άμε στο διάολο, καράβλαχε, που ήρθες στον τόπο μας να μας πεις πότε α πάμε στα σπίτια μας…». Μα ευτυχώς, εν της ήδινε σημασία κι έτσι τη γλύτωσε φτηνά. Άλλος κανείς. Γανιασμένοι από το φόβο… Εκείνος ηνικούσε τότες, παιδάκι μου. Ο φόβος! Κι από το θυμό δυνατότερος!





Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Το φαϊ των παιδιών

Σα να ‘ταν χτες…
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας.
Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο. Περνούσαν απέναντι, στις παραλίες του Κουσάντασι και κατέληγαν μετά από οδυνηρή πορεία στο Χαλέπι της Συρίας και στη Βηρυτό όπου τους υποδέχονταν  Άγγλοι και Γάλλοι στα στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων.
Μα κείνος είχε πεισμώσει και δεν άφηνε τη Νικαριά με τίποτα.
-Εν έχουμε να πάμε πουθενά, γυναίκα… Α περάσει το κακό. Γύρευε να βρεις κι αυτοί που φύγαν τι τους περιμένει. Ε φεύγω από το σπίτι μου, σου λέω, πάρ’ το απόφαση…
Ήτανε λεβέντης ο Γιώργης, οικογενειάρχης άνθρωπος, νοικοκύρης. Νοιαζόταν για όλους και είχε μάθει να παλεύει από μικρό παιδί. Το φευγιό φαινόταν δειλία στα μάτια του.
Κείνο το μεσημέρι η γυναίκα του άναψε τη φωτιά κι έβαλε τσουκάλι. Μετά από καιρό. Οι Ιταλοί είχαν κάποια γιορτή και μοίρασαν σε κάθε οικογένεια μια μικρή ποσότητα καλαμποκάλευρου χοντραλεσμένου. Το ‘βρασε εκείνη όλο χαρά και το ‘καμε κουρκούτα να χορτάσει η οικογένεια. Εκείνη, ο Γιώργης και τα δυο τους παιδιά. Ύστερα το μοίρασε στα πιάτα να κρυώσει και βγήκε έξω να κάμει τη μπουγάδα.
Ο Γιώργης γύρισε νωρίτερα. Δούλευε από τα χαράματα στο χωράφι, μα γύριζε με άδεια χέρια. Πεινασμένος και κατάκοπος μπαίνει μέσα και βλέπει το φαγητό. Όλα τα κουλάντριζε ο Γιώργης, μα η πείνα του θόλωνε το μυαλό. Πιάνει το ένα πιάτο και το κάνει μια χαψιά. Δε χόρτασε. Χωρίς σκέψη, μόνο με μια λαχτάρα πρωτόγνωρη, πιάνει και το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο.
Απομένει μπροστά στα άδεια πιάτα. Η λογική επανέρχεται. Συνειδητοποιεί την πράξη του και βγαίνει στην αυλή τρελαμένος.
Καταρρέει μπροστά στα μάτια της γυναίκας του. Πρώτη φορά τον έβλεπε να κλαίει.
- Ήντα ‘καμα, γυναίκα, ήντα ‘καμα…
Τον κοιτάζει αλαφιασμένη.
-Τι συμβαίνει; Τι έγινε;
-Συμβαίνει πως αρχίζεις τώρα να μαζεύεις τα ρούχα κι ό,τι άλλο θαρρείς πως α χρειαστούμε… Φεύγουμε το βράδυ.
-Φεύγουμε; Για πού; Απόψε;
-Απόψε, γυναίκα, πάμε απέναντι κι όπου μας βγάλει…
-Ηλωλάθηκες; Τόσο καιρό σε παρακαλάω, τι ήπαθες;

-Τι ήπαθα, τι ήπαθα… συνεχίζει μες τ’ αναφιλητά εκείνος. Ήφαα το φαΐ των παιδιών…αυτό δα ήπαθα. Καταλαβαίνεις, γυναίκα; Ήφαα το φαΐ των παιδιών. Το φαΐ των παιδιών… έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργης οργισμένος με τον εαυτό του, με την κατάντια, με τη δύναμη της πείνας που τον μεταμόρφωσε τόσο.

Έφυγαν, πέρασαν πολλά, αλλά επέζησαν κι επέστρεψαν μετά από λίγα χρόνια στο νησί.
Ήταν σίγουροι πως το κακό πέρασε πια...


(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 20-4-2012)

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Απόβροχα

Ικαριώτες κι οι δυο, αλλά μόλις συστηθήκαμε. Μιλήσαμε λίγο για τα χωριά μας και μετά σωπάσαμε. Η Μαρία, κοινή μας φίλη, Αθηναία, που επισκέπτεται το νησί μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, μας έκανε τα γνωστά παράπονα για τους σκηνίτες που γέμισαν τις παραλίες φέτος και για το μποτιλιάρισμα στα πανηγύρια.
Ξαφνικά, εκείνος με κοιτάζει μ’ ένα ύφος κάπως συνομωτικό...
-Ήβγανε φέτος; με ρωτάει. Ήκουσες τίποτα;
-Εεεε; Μπα, εν ήβρεξε αρκετά ακόμα. Θα το μάθαινα.
-Ποιοι καλέ; ρωτάει η Μαρία. Με τη βροχή μπαίνουνε μέσα, δε βγαίνουνε.
Κοιταχτήκαμε ξανά και χαμογελάσαμε σα να γνωριζόμαστε χρόνια.
-Είσαι σίγουρη; Γιατί στις Ράχες βγαίνουνε νωρίς, μου λέει.
-Στις Ράχες; Από πότε, καλέ, βγαίνουνε νωρίς στις Ράχες; Άλλο πάλι κι αυτό! Θα με τρελάνετε; συνέχισε η φίλη μας όλο απορία.
-Ξέρω και γω... Πάντως σε μας δε φανήκανε, του απαντώ. Κάποιος θα με ειδοποιούσε. Εκτός και αν... Ίσως στο Πλακωτό;
-Κάτσε, θα πάρω τη θεια μου... Θα ξέρει σίγουρα.
Σχηματίζει τον αριθμό, περιμένει αρκετή ώρα... Ο λόγος του γίνεται ακόμη πιο αργόσυρτος.
-Εεεε, καλησπέρα.  Ίντα κάνετε; Καλά ούλοι; Εεεε, ο Νικόλας είμαι. Καλά, ναι. Ε, άμε... Για πες, ήβγανε εφέτος, για ακόμα; Γιατί μου λένε πως εν ήβρεξε και ηργήσανε να φανούνε. Αααα, ναι... Αααα, πάνω ψηλά... Έχε το νου σου άμα φανούνε και πιο κάτω, α μου κάμεις ένα τηλέφωνο για να μπω στο καράβι. Εεεε, καλά. Χαιρετισμούς να δώκεις. Α τα πούμε τότες από κοντά, άμα έβγουνε.
-Δηλαδή όταν βγαίνουνε αυτοί, εσύ παίρνεις το καράβι και πας κάτω; Τι γίνεται; βάζει τις φωνές η Μαρία.
-Τι σου ‘πε; Ηφάνηκε κανένας; ρωτάω με αγωνία τον Νικόλα.
-Λίγοι στις Βαθές. Ε, α κάμουμε υπομονή λίγο ακόμα κι ύστερα α κατέβουμε.
-Πας κι εσύ στο νησί για να βρεις αυτούς που εμφανίζονται μετά από τη βροχή; με ρωτά η φίλη μας μ’ ένα ύφος σα να έχει να κάνει με πανηλίθιους.
-Ανελλιπώς, κάθε χρόνο απόβροχα.
-Και τι κάνετε μ’ αυτούς, ρε παιδιά, και αξίζουν τόσες ώρες ταλαιπωρίας;
-Δε ξέρω ακριβώς. Έχει να κάνει με το γούστο του καθενός. Εγώ τους κάνω με αλεύρι στο τηγάνι. Ειδικά τους χοντρίτες.
-Τιιι;;; Ποιους;;
-Α, δεν έχεις δίκιο, μου λέει ο Νικόλας, στα κάρβουνα είν’ η νοστιμιά.
-Κι εγώ θα σας κάνω με τα κρεμμυδάκια, άμα δε μου εξηγήσετε...
-Μπράβο, ρε Μαρία. Και με τα κρεμμυδάκια είναι τέλειοι!
-Και ντοματούλα. Ναι, ρε συ, αλλά οι κουμαρίτες.
-Α, και τ΄ακισαριτάκια είναι καλά...
-Λοιπόν, πάω να βάλω λίγο κρασί, μπας και συνέλθω... Μου σπάσατε τα νεύρα!
-Αααα, και με κρασάκι πάνε τέλεια, λέμε με μια φωνή κι οι δύο.
Κάτι μας εκσφενδόνισε, δε θυμάμαι τι, ο νους μου ήταν ήδη στα ρουμάνια...


(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 22-10-2014)

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ερωτικό (Μ. Χατζιδάκις)

















Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παράθυρό σου

Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα

Μάνος Χατζιδάκις "Μυθολογία"1966


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Μύσταξ και παρατσούκλια



Εκείνος με το παρατσούκλι Ζούτουνας, λέει, είχε το καφενείο-χασάπικο-μαγειρείο αλλά και ψιλικατζίδικο στο πάλαι ποτέ εμπορικό στενό του Καραβοστάμου. Ένα εμπορικό στενό που πριν λίγες μέρες η θεία μου, καθώς πίναμε τον καφέ μας, το χαρακτήρισε ως την «Ερμού» της κωμόπολης που κάποτε υπήρξε το σημερινό πανέμορφο χωριουδάκι, τότε με 120 παιδιά στο δημοτικό, τώρα με είκοσι και αν…
Στο στενάκι ετούτο μαζεύονταν πριν χρόνια όλοι οι Ικαριώτες της περιοχής για τα ψώνια. Αυτοί που έρχονταν από το Γέροντος ή την Αρέθουσα είχαν μαζί και τα γαϊδούρια τους για τη μεταφορά των προϊόντων που θ’ αγόραζαν.

«Τρεις γαϊδουροσταθμούς είχαμε τότε στο χωριό» συνεχίζει η θεία μου με καμάρι. «Έναν στο ποτάμι, έναν άλλο στην "Ερμού" και έναν τρίτο κοντά στης Μεντούς».

Η Μεντού είχε «τη βιοτεχνία» -μισοβυθισμένο σπιτάκι τώρα απ’ τα χώματα και τα τσιμέντα- στο γιαλό, πλάι στον καφενέ του Μπατανιά, κι έφτιαχνε μέντες. Εξ ου και το παρατσούκλι... Μια τεράστια κατσαρόλα σιγόβραζε όλη μέρα και χάριζε ευωδιά και χαρά στην πιτσιρικαρία και όχι μόνο.

Ο Καμιλιέρης είχε επίσης στην "Ερμού" την ταβέρνα με το μοναδικό γραμμόφωνο του χωριού που έπαιζε μόνιμα το αγαπημένο του: «Αραπίνες, μαύρες, ερωτιάρες…..» Εξ ου και το παρατσούκλι…
Ο Τσικνιάς είχε το άλλο χασάπικο, ανταγωνιστής του Ζούτουνα. Κοντά τους κι ο Κανάρης με το ψιλικατζίδικο.
Στα σκαλάκια του σπιτιού της η Μπαρταδίνα παρακολουθούσε κάθε κίνηση της πελατείας.

Ο Λαλάγκος –επίσης παρατσούκλι, όπως και τα προηγούμενα- δεν είχε κατάστημα, ούτε ήταν παρατηρητής, ήταν φιλόλογος κι ερχόταν εκεί για τον καθημερινό του περίπατο.

Νάτος! Πλησιάζει με αυστηρότητα.

Ο Ζούτουνας ξελαρυγγιάζεται για να νικήσει τον ανταγωνιστή του, τον Τσικνιά.
-Να, να, να!! Εδώ ζυγούρι!! Ζυγούουουρι που λιγδώνει ο μούσταξ!!!

Ο Λαλάγκος, όλο αγανάκτηση, επαναλαμβάνει χαμηλόφωνα για χιλιοστή φορά…
-Για τ’ όνομα του Θεού, Σιδερή, ο μύσταξ, όχι ο μούσταξ…

Ο διάλογος επαναλαμβάνεται καθημερινά, λένε, για χρόνια…

Για χρόνια...

Ταξιδεύουμε, ανοίγουν ξανά τα πατζούρια, γεμίζει ο τόπος πραμάτειες, γαϊδουράκια και μυρωδιές και τραγούδια, ξαναζεί κι η γιαγιά και γελάει μαζί με τη νύφη και το γιο της και τη μάνα. Κι όλοι μαζί, ζωντανοί και πεθαμένοι, κι οι κόρες κι οι εγγόνες και τα τρισέγγονα γελάμε με την εμμονή του ενός ανθρώπου στο σωστό και με την εμμονή του άλλου στο λάθος.


Μετά φωτογραφίζω το έρημο στενάκι με τα σκουριασμένα τσιγκέλια ακόμη στους τοίχους και μπαίνω στ’ αμάξι. Η Μπαρταδίνα στα σκαλάκια σα να με παρατηρεί από κάπου... 








Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Χειμωνιάτικο συκόγαλο


Τραβούσε τον κλώνο, έκοβε το σύκο βιαστικά κι ύστερα έπιανε ν’ αλείφει με την ακρούλα του το πονεμένο δέρμα. Έβγαινε το συκόγαλο δροσάτο και την ανακούφιζε από το τσίμπημα. Μα χρόνια μετά, κοτζάμ γυναίκα ήτανε και ντράπηκε. Ήτανε και νύχτα κι όσο να ‘ναι -όση πανσέληνο και να ‘χει- δεν τα βρίσκεις τα σύκα, πανάθεμά τα. Άσε που ‘τανε και στα τέλη Αυγούστου κι είχαν αποκάμει. Τα πιότερα κείτονταν ήδη ξερά στις πέτρες.

Και πήρε εκείνη για γιάτρεμα το στυλό που ‘χε στ’ αμάξι κι ένα χαρτί από απόδειξη σούπερ μάρκετ. Και τι να γράψει, κοτζάμ γυναίκα ήτανε πια... Έπιασε πάλι κι έγραφε για τα καλοκαιρινά βράδια και για τους φίλους που σύντομα θ’ αποχωριζόταν. Κι ύστερα με το φως από το φακουδάκι της τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε.

Κι ήτανε χιλιοειπωμένα όλα.

Το ‘σκισε το χαρτάκι αργά αργά και το πέταξε από το παράθυρο. Άνοιξε την πόρτα και περπάτησε. Παραλίγο να σκοτωθεί ανάμεσα στις πέτρες, αλλά κράτησε την ισορροπία της. Πήγε κι ηύρε τα χέρια του. Που ‘τανε δροσάτα σα συκόγαλο. Κι έτσι πέρασε και λίγο ο πόνος.

Τον πήρε από το χέρι, που λέτε, η Νικαριά το Χειμώνα κι ανέβηκαν στο βράχο αντάμα. Εκείνη για να γιατρευτεί από το τσίμπημα του καλοκαιριού της κι εκείνος για να της πει, κάποια στιγμή που θα ξεθάρρευε, πως είναι όμορφη και τις χειμωνιάτικες νύχτες...



(δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 7-10-14)

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

"Τα ποιήματα στο δρόμο"






Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
     Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
     Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
     Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
     Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
     Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
     Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
     Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
Χουλιαράς Νίκος (από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Κλάδεμα



-Χρειάζεται υπομονή,
μου λέει, άμα θες να μάθεις. Να παρατηρείς πώς κλαδεύω και να μη ρωτάς πολλά. 
Δεν κρατήθηκα ως το τέλος. Έπρεπε, βλέπεις, να καταλάβω την αποφασιστικότητά του.

Κατόπιν μου ζήτησε να σβήσω "το παλιομηχάνημα" και μου είπε τη θεωρία: 
-Τ΄ άρρωστα κλαδιά τα κόβουμε από τον κορμό, τ΄άλλα λίγο πάνω από το δεύτερο μάτι. Δυο μάτια είναι αρκετά. Να φροντίζουμε ώστε να στρέφονται προς τον ήλιο, όχι προς το χώμα. Αυτό είναι.