Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Κερατούκλης



 
-Τι αγαπημένο ζευγάρι που είστε... Μαλώσατε ποτέ; τη ρωτάει η νύφη της.
-Βρε κάθε μέρα μαλώνουμε, μα είναι για λίγο. Μια φορά μόνο ηκράτησε παραπάνω. Εεεε... δηλαδή, όχι και για πολύ, μη βάλλεις με το νου σου πράματα... Απλά... Πώς να σου το πω τώρα.... Ήτονε λιγάκι ζόρι να μονοιάσουμε τότες, γιατί ηκόντευε «να του ΄ρτει κόλπος» και εν ησυνεννοούντανε εύκολα.
 -Τι πάθατε, καλέ;
-Βρε τίποτα. Είχα μια χειμεράδα που εν είχε προκόψει κι ένα απόγεμα ησκέφτηκα πως ο Σπύρος -τονε ξέρεις, εδωνά πιο πάνω μένει, μα τότε ήτονε πιο νέος κι είχε χηρέψει πρόσφατα- είχε έναν τράγο κερατούκλη που μου ‘ρεσε. Και παίρω τη χειμεράδα, πάω στο στάβλο και φωνάζω του Σπύρου να βοηθήσει, μπας και βάλουμε τον τράγον του να προκόψει την κατσίκα μου. Και λύνει ο Σπύρος το τραγάκι κι αυτό ορμά στην κατσίκα, μα εκείνη ητρόμαξε κι ήρχισε να τρέχει. Ησηκώνουνταν μια σκόνη σύννεφο! Κι ητρέχαμε κι εμείς γύρω γύρω στην αυλή του στάβλου που ‘χε έναν ψηλό τοίχο για περίβολο κι ηφαίνουνταν μονάχα τα κεφάλια μας απ’ όξω. Έχει σημασία η λεπτομέρεια τούτη... Μπροστά εγώ κι οπίσω ο Σπύρος. Ηφώναζε ο καημένος:
-Κάτσε, μωρή... Πού πας; Α σ’ αρέσει...
Κι εγώ είχα νευριάσει με την κατσίκα μου κι ήπιασα τα βρισίδια:
-Άμε στ’ ανάθεμα, άπου να ‘σαι πάρει ο δαίμονας και τέθοια...
Σώνει και πιάνει την κατσίκα ο Σπύρος και πολεμάει με χάδια να την ηρεμήσει.
-Έτσι.. έτσι... μπράβο, μπράβο η χαδούσα μου... και τα λοιπά και τα λοιπά.
Και σώνουνε τα ζώα να βάλουνε μπρος τη δουλειά κι εμείς ηκάτσαμε ανακούρκουδα με την πλάτη στον τοίχο κι ηλέαμε:
-Ουφ, επιτέλους, δόξα σοι να ‘χει ο Κύριος... Επιτέλους! Ησώσαμε και τα καταφέραμε! Κι ηπαίραμε βαθιές ανάσες για να συνέλθουμε αφ’ το τρεχαλητό.
Κι εκεδά που ηλέαμε πως ητέλεψε το βάσανο, ακούμε μισοσβησμένη τη φωνή του άντρα μου απ’ όξω αφ’ τον τοίχο:
-Ίντα κάμνετε, μωρέ; Ίντα κάμνετε; Εν εντρέπεστε λιγάκι;
Κι ύστερα ηκούσαμε ένα γδούπο κι ήβγαμε όξω και τον ήβραμε ξεραμένο απά στο χώμα.
Εεε... ήτανε κομματάκι δύσκολα μετά τα πράματα, παιδί μου, καταλαβαίνεις ίντα ‘παθε ο άθρωπος...


Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 29-05-15


Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Τότε που χόρευε


Τότε δεν είχαμε χρήματα για να πληρώνουμε ορχήστρα και για το πρωινό μέρος του πανηγυριού.
Τότε ήμασταν κεφάτοι κι αγαπημένοι.
Δεν είχαμε τουρίστες.
Ο πλάτανος ήταν νεαρούλης κι είχε πλούσιο φύλλωμα.
Το πανηγύρι είχε συγκεκριμένο σκοπό. Τη διάνοιξη του δρόμου.
Τότε όλοι ανέβαιναν με τα πόδια ως το χωριό.
Τότε βγάζαμε φωτογραφίες, χωρίς να ξέρουμε τι τραβάμε ακριβώς.
Χρόνια μετά έρχονται τυπωμένες σε χαρτί.
Από χέρι σε χέρι.
Τότε οι γέροι στο νησί δεν ήταν θέμα ιατρικών μελετών διεθνούς ενδιαφέροντος.
Τότε που εκείνος ήταν νέος ακόμη και χόρευε.


Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Οι λέξεις μασκαρεύονται


φωτογραφία από εδώ

Οι λέξεις. Καθεμιά ένας μικρούλης άνθρωπος. Κεφάλι έχει που γελά ή βρίζει και στόμα που φιλάει ή δαγκώνει και χέρια π’ ανοίγουν αγκαλιές ή γροθοκοπάνε και πόδια που τρέχουν ή πόδια που σταυρώνονται. Καθεμιά με το σόι της, μοιάζουν μεταξύ τους και ξεγελούν εκείνους που δεν τις γνωρίζουν καλά. Πάνε κομμωτήριο και σιάχνονται πότε πότε εντυπωσιάζοντας με απόστροφα και άνω τελείες κι άλλοτε βαριούνται και βγαίνουν αχτένιστες, ασυναίρετες κι άσχημες. Κι είναι με τις ώρες τους. Άλλες είναι πρωινοί τύποι και τα βράδια αγριεύουν κι άλλες τα βράδια γελούν και σιωπάνε τ’ απογεύματα. Κι ανάλογα με τις άλλες που κάνουν παρέα αλλάζουν χαρακτήρα. Μια είναι απότομες και μια καλοσυνάτες, μια ευγενικές και μια προκαλούν τρόμο. Κι ας είναι οι ίδιες λέξεις. Με τα ίδια γράμματα, την ίδια ετυμολογία, το ίδιο ορισμό.
Οι λέξεις. Είναι πολλές και συνωστίζονται. Είναι δύσκολο να διαλέξεις, αν είσαι λιγάκι ταραγμένος ή αν βιάζεσαι να το πεις. Και το λες διαλέγοντας ανάμεσά τους δίχως κόπο κι όταν το λες αλλιώς ακούγεται, άλλο είναι απ' αυτό που ‘θελες. Άλλο είναι με το «και» για παρέα, άλλο είναι με το «άκι» για κολλητό. Άλλο στις πέντε, άλλο στις οχτώ. Άλλο με το σενιάρισμα ενός χαμόγελου, άλλο με το σοβαρό σου ύφος, άλλο μες το θυμό σου, άλλο μες τον πόνο σου. Κι όταν τις πεις αυτόματα γεννάνε, αναπαράγονται, τις ξαναβρίσκεις ίδιες και ποτέ ίδιες στον άλλο που θυμάται. Κι είναι άλλο αυτό που ‘πες, άλλο αυτό που άκουσε, άλλο αυτό που επαναλαμβάνει ο ίδιος. Κι ας είναι οι ίδιες λέξεις. Με τα ίδια γράμματα, την ίδια ετυμολογία, τον ίδιο ορισμό.
Οι λέξεις μασκαρεύονται...