Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Από "το βιβλίο του γέλιου και της λήθης"
















"Η δολοφονία του Αλιέντε επισκίασε γρήγορα τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλαβακία, η σφαγή του Μπαγκλαντές έκανε να ξεχαστεί ο Αλιέντε, ο πόλεμος στην έρημο του Σινά φίμωσε το κλάμα του Μπαγκλαντές, το μακελείο στην Καμπότζη έκανε να ξεχαστεί το Σινά και το ένα έφερνε το άλλο, ως την απόλυτη λήθη των πάντων για τα πάντα.

Τους παλιούς καιρούς, όταν η ιστορία ήταν ακόμη μακρόσυρτη, τα λίγα γεγονότα της εύκολα τα θυμόταν κανείς και δημιουργούσαν τo γενικά γνωστό φόντο που μπροστά του παιζόταν τα συνταρακτικό θέατρο της προσωπικής ανθρώπινης περιπέτειας. Στην εποχή μας ο χρόνος προχωρεί με ταχύ βήμα. Το ιστορικό γεγονός που ξεχνιέται μέσα σε μια βραδιά, λάμπει αμέσως την επομένη με τη δροσιά του κάτι καινούριου, έτσι που ο διηγηματογράφος δεν το αποδίδει σα φόντο, παρά σαν εκπληκτική περιπέτεια που ξετυλίγεται στο βάθος της γενικά γνωστής κοινοτοπίας της ανθρώπινης προσωπικής ζωής."

MILAN KUNDERA 1978



Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Το λιόδεντρο


Ξεράθηκε η εκατόχρονη ελιά και πήραμε εργάτη με ηλεκτρικό πριόνι. Την έκοψε σύρριζα και έπειτα την κομμάτιασε. Απόμειναν τα κούτσουρα ένας σωρός στον ήλιο όλο το καλοκαίρι και σαν ήρθε ο χειμώνας κι έπιασαν τα πρώτα κρύα πήγε ο αδερφός μου με τον πατέρα να τα φορτώσουν στο φορτηγάκι. Μα το 'να από τα ξύλα είχε βγάλει βλαστό καινούριο. Ένα τόσο μικρό κλαράκι με δυο φύλλα απάνω. Το έβαλε ο αδερφός μου το κούτσουρο στην άκρη κι έπειτα είπε στον πατέρα πως είναι καλύτερα ετούτο να τ' αφήσουν στο χωράφι. Και τ' άφησαν. Δεν κάηκε κείνο το χειμώνα.
Κι ήρθε ο καιρός του, έβγαλε γένια από κάτω, στέριωσε και ψήλωσε, δεν το μετακινήσαμε από την αρχική του θέση, εννοείται, κι έπειτα το μπολιάσαμε με "μανάκι" και γελούσαμε για την αποκοτιά.
Και δεν την θυμούνται πια την ιστορία.

Σαν μαζεύω τις ελιές του το βλέμμα πάντα πέφτει στην παράξενη ρίζα του πιο αγαπημένου από τα δέντρα μου. Έτσι, για να θυμάμαι πως "από 'να τίποτα γίνεται ο παράδεισος".


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ξου, ξου! Όλοι μέσα!

 Εμφύλιος. Στο νησί.
 Αρέθουσα, Δρούτσουλας και Γέροντος έχουν εκκενωθεί. Πρέπει να τηρηθεί η τάξις. Στο γιαλό του Καραβοστάμου, που σφύζει ακόμη από ζωή, μετά τις πέντε η κυκλοφορία απαγορεύεται αυστηρά.

Ο Χρήστος, χωροφύλαξ από την Καλαμάτα, άλλο τρόπο δεν έχει να ειδοποιήσει τους κατοίκους πως είναι πέντε παρά και πρέπει να μαζευτούν μάνι μάνι. Οι κάτοικοι -γνωστό αυτό- ρολόι δεν έχουν. Ο μόνος τρόπος είναι η στεντόρεια φωνή του χωροφύλακα.
-Ξου ξου! Όλοι μέσα! Ξου ξου! Ξου ξου!
Στις γειτονιές, στα χωράφια, στην πλατεία.  Και Ιούλιο και Αύγουστο. Να σκάει ο τζίτζικας.

-Και μπαίνατε; ρωτάω.
-Κι άμε… Ίντα θα κάναμε; Αφού ηφώναζε ο χωροφύλακας: «Ξου ξου…» Σαν τις κότες στο κοτέτσι ηπηαίναμε... Κι εμείς, τα παιδιά, που λαχταρούσαμε να τρέξουμε στους δρόμους. Κι οι μεγάλοι που ‘χαν δουλειές ακάμωτες και θυμό... Θυμό να δεις!

-Βρε, μπαίνατε όλοι; ξαναρωτάω.
-Ημπαίναμε, λέμε. Ε, όχι κι όλοι… Να, η τάδε, ξέρεις ποια μωρέ, που ‘χανε σπάσει τα νεύρα της από διάφορα που της είχανε τύχει, εν ήμπαινε… Ήπαιρε τη σκούπα, ηπήαινε ξοπίσω απ’ το χωροφύλακα κι ηφώναζε πιο δυνατά: «Άμε στο διάολο, καράβλαχε, που ήρθες στον τόπο μας να μας πεις πότε α πάμε στα σπίτια μας…». Μα ευτυχώς, εν της ήδινε σημασία κι έτσι τη γλύτωσε φτηνά. Άλλος κανείς. Γανιασμένοι από το φόβο… Εκείνος ηνικούσε τότες, παιδάκι μου. Ο φόβος! Κι από το θυμό δυνατότερος!